- ληιτουργώ
- ληϊτουργώ, -έω (Α)βλ. λειτουργώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek
μνεία — η (ΑΜ μνεία, Α αιολ. τ. μνᾶ) 1. αναφορά, υπόμνηση, υπενθύμιση (α. «σε κανένα χωρίο δεν υπάρχει σχετική μνεία» β. «ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῡ πρὸς ἐμὲ ὑπὲρ τοῡ νεανίσκου», Πλάτ.) 2. φρ. «μνεία(ν) ποιοῡμαι τινος» ή «κάνω μνεία» υπενθυμίζω, μιλώ… … Dictionary of Greek